- βακχώδης
- βακχώδης, -ες (Α) [Βάκχος]αυτός που έχει κυριευθεί από τον Βάκχο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βακχωδέστατον — Βακχώδης filled with the spirit of Bacchus masc acc superl sg Βακχώδης filled with the spirit of Bacchus neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάκχος — I Προσωνυμία του Διόνυσου. Στη λατινική μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του (Βακχεία) είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη. Ρωμαϊκό γλυπτό που εικονίζει τον θεό Βάκχο. Ο Βάκχος σε πίνακα … Dictionary of Greek